Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολίωσῐς αἱ πολιώσεις
      γενική τῆς πολιώσεως τῶν πολιώσεων
      δοτική τῇ πολιώσει ταῖς πολιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πολίωσῐν τὰς πολιώσεις
     κλητική ! πολίωσῐ πολιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολιώσει
γεν-δοτ τοῖν  πολιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολίωσις < πολιόω / πολιῶ + -σις < → δείτε τη λέξη πολιός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολίωσις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία