πολίωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πολίωσῐς | αἱ | πολιώσεις |
γενική | τῆς | πολιώσεως | τῶν | πολιώσεων |
δοτική | τῇ | πολιώσει | ταῖς | πολιώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πολίωσῐν | τὰς | πολιώσεις |
κλητική ὦ! | πολίωσῐ | πολιώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολιωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολίωσις, -εως θηλυκό
- το γκριζάρισμα, το να γίνεσαι γκρίζος
Πηγές
επεξεργασία- πολίωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.