καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποιητικότης αἱ ποιητικότητες
      γενική τῆς ποιητικότητος τῶν ποιητικοτήτων
      δοτική τῇ ποιητικότητι ταῖς ποιητικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν ποιητικότητα τὰς ποιητικότητας
     κλητική ! ποιητικότης ποιητικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποιητικότης (μαρτυρείται από το 1877) [1] < ποιητικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποιητικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 819, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου