ποδαράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ποδαράς | οι | ποδαράδες |
γενική | του | ποδαρά | των | ποδαράδων |
αιτιατική | τον | ποδαρά | τους | ποδαράδες |
κλητική | ποδαρά | ποδαράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποδαράς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδαράς, ποδάρας αρσενικό
- που έχει μεγάλα πόδια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδαράς
|