Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδάρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδάρας, ποδαράς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία