πλόσκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλόσκα | οι | πλόσκες |
γενική | της | πλόσκας | — | |
αιτιατική | την | πλόσκα | τις | πλόσκες |
κλητική | πλόσκα | πλόσκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλόσκα < σερβοκροατική ploska
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλόσκα θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλόσκα