πλουτοκράτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλουτοκράτισσα < πλουτοκράτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλουτοκράτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη πλουτοκράτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλουτοκράτισσα
|
πλουτοκράτισσα θηλυκό
|