↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλοκαμίς αἱ πλοκαμῖδες
      γενική τῆς πλοκαμῖδος τῶν πλοκαμίδων
      δοτική τῇ πλοκαμῖδ ταῖς πλοκαμῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πλοκαμῖδ τὰς πλοκαμῖδᾰς
     κλητική ! πλοκαμίς* πλοκαμῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλοκαμῖδε
γεν-δοτ τοῖν  πλοκαμίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλοκαμίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλοκαμίς, -ῖδος θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλέκω