πλοκαμίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλοκαμίς | αἱ | πλοκαμῖδες |
γενική | τῆς | πλοκαμῖδος | τῶν | πλοκαμίδων |
δοτική | τῇ | πλοκαμῖδῐ | ταῖς | πλοκαμῖσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πλοκαμῖδᾰ | τὰς | πλοκαμῖδᾰς |
κλητική ὦ! | πλοκαμίς* | πλοκαμῖδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλοκαμῖδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλοκαμίδοιν | ||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλοκαμίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλοκαμίς, -ῖδος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του πλόκαμος
- πλεξίδα στα μαλλιά
- σγουρά μαλλιά
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλέκω
Πηγές
επεξεργασία- πλοκαμίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλοκαμίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.