πλερωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πλερωτικά | ||
γενική | των | πλερωτικών | ||
αιτιατική | τα | πλερωτικά | ||
κλητική | πλερωτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλερωτικά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλερωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- που αγοράζονται με πληρωμή
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλερωτικά
|