πλερέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλερέζα | οι | πλερέζες |
γενική | της | πλερέζας | των | πλερεζών |
αιτιατική | την | πλερέζα | τις | πλερέζες |
κλητική | πλερέζα | πλερέζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλερέζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική pleureuse[1] (το πένθος, το μαύρο περιβραχιόνιο) < pleurer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλερέζα θηλυκό
- ενδυματολογικό αντικείμενο από τούλι μαύρου χρώματος που φοριέται από γυναίκες που πενθούν στο κεφάλι και καλύπτει το πρόσωπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πλερέζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας