Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλεξάνα οι πλεξάνες
      γενική της πλεξάνας
    αιτιατική την πλεξάνα τις πλεξάνες
     κλητική πλεξάνα πλεξάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεξάνα < πλέξη + -άνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεξάνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία