Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλασματοκύτταρο τα πλασματοκύτταρα
      γενική του πλασματοκυττάρου
πλασματοκύτταρου
των πλασματοκυττάρων
    αιτιατική το πλασματοκύτταρο τα πλασματοκύτταρα
     κλητική πλασματοκύτταρο πλασματοκύτταρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλασματοκύτταρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλασματοκύτταρο ουδέτερο

  • (βιολογία) B-λεμφοκύτταρο, ωοειδές,χαρακτηρίζεται από στρογγυλό έκκεντρο πυρήνα με τροχοειδή διάταξη χρωματίνης και άφθονο έντονα βασεόφιλο πρωτόπλασμα με χαρακτηριστική παραπυρηνική άλω (συσκευή Golgi)

  Μεταφράσεις επεξεργασία