Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαγιοτομία οι πλαγιοτομίες
      γενική της πλαγιοτομίας των πλαγιοτομιών
    αιτιατική την πλαγιοτομία τις πλαγιοτομίες
     κλητική πλαγιοτομία πλαγιοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαγιοτομία < πλαγιο(ς) + -τομία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαγιοτομία θηλυκό

  • γεωδαισία ειδική περίπτωση εμπροσθοτομίας, όταν το ένα από τα δυο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία