πλέχτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πλέχτης | οι | πλέχτες |
γενική | του | πλέχτη | των | πλεχτών |
αιτιατική | τον | πλέχτη | τους | πλέχτες |
κλητική | πλέχτη | πλέχτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλέχτης < πλέκτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλέχτης αρσενικό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του πλέκτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλέχτης
|