↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλάβα οι πλάβες
      γενική της πλάβας των πλαβών
    αιτιατική την πλάβα τις πλάβες
     κλητική πλάβα πλάβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλάβα < βουλγαρική plavati

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλάβα θηλυκό

  • πλατυπύθμενη βάρκα κατάλληλη για λίμνες / ποτάμια με ρηχά νερά (ονομασία σε χρήση στη Μακεδονία)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία