πιστευτότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιστευτότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιστευτότητα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) αληθοφάνεια, πίστη, το αν κάτι που διατυπώθηκε ή φαινομενικά συνέβη περνάει ή όχι ως αλήθεια, ικανότητα ιδέας να γίνει αποδεκτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστευτότητα
|