Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιπέτα οι πιπέτες
      γενική της πιπέτας των πιπετών
    αιτιατική την πιπέτα τις πιπέτες
     κλητική πιπέτα πιπέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιπέτα < γαλλική pipette

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιπέτα θηλυκό ή σιφώνιο

  • εργαστηριακό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ακριβή μέτρηση και μεταφορά όγκου υγρού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία