πιπέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιπέτα | οι | πιπέτες |
γενική | της | πιπέτας | των | πιπετών |
αιτιατική | την | πιπέτα | τις | πιπέτες |
κλητική | πιπέτα | πιπέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιπέτα θηλυκό ή σιφώνιο
- εργαστηριακό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ακριβή μέτρηση και μεταφορά όγκου υγρού
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πιπέτα στη Βικιπαίδεια