Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πικραμυγδαλέλαιον
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
καθαρεύουσα
(κατά την αρχαία κλίση)
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
τὸ
πικραμυγδαλέλαι
ον
τὰ
πικραμυγδαλέλαι
α
γενική
τοῦ
πικραμυγδαλελαί
ου
τῶν
πικραμυγδαλελαί
ων
δοτική
τῷ
πικραμυγδαλελαί
ῳ
τοῖς
πικραμυγδαλελαί
οις
αιτιατική
τὸ
πικραμυγδαλέλαι
ον
τὰ
πικραμυγδαλέλαι
α
κλητική
ὦ
!
πικραμυγδαλέλαι
ον
πικραμυγδαλέλαι
α
2η κλίση
,
Κατηγορία 'πρόσωπον'
όπως «
πρόσωπον
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πικραμυγδαλέλαιον
<
πικραμύγδαλ(ο)
+
-έλαιον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πικραμυγδαλέλαιον
ουδέτερο
(
καθαρεύουσα
)
πικραμυγδαλόλαδο