πιάσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιάσμα | τα | πιάσματα |
γενική | του | πιάσματος | των | πιασμάτων |
αιτιατική | το | πιάσμα | τα | πιάσματα |
κλητική | πιάσμα | πιάσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πιάσμα < από το ρήμα πιάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιάσμα ουδέτερο
- πιάσιμο
- κατάληψη
- ※ Αφότου γάρ έγένετον τό πιάσμα του Όρεοκλόβου (w:el:Χρονικόν του Μορέως, ελληνικό κείμενο του 14ου αιώνα )
- λαβή [1]
- σύλληψις [1]
- λαβή, χερούλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιάσμα
|
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Βατταρισμοί. ήτοι λεξιλόγιον της Λεσβιανής σιαλέκτου, Μ.Ι. Μουσαίος, 1884