πιάσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιάσμα | τα | πιάσματα |
γενική | του | πιάσματος | των | πιασμάτων |
αιτιατική | το | πιάσμα | τα | πιάσματα |
κλητική | πιάσμα | πιάσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιάσμα < από το ρήμα πιάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιάσμα ουδέτερο
- πιάσιμο [1]
- ※ ἐπειδὴ τὸ μικρότερο ἀρχαῖο ἑλληνικὸ νόμισμα ἦταν ὁ ὀβολὸς (ποὺ ὀνομαζόταν ἔτσι, γιατί εἶχε σχῆμα ὀβελοῦ), ἕξι «ὀβελοί» ἀποτελοῦσαν μία δραχμή, δηλαδὴ ἕνα πιάσμα (Μενέλαος Γ. Παρλαμᾶς, Ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν λέξεων, γ´ ἔκδ. σελ. 15-16, ἐκδ. Δόμος, Ἀθῆναι 1988 [2])
- κατάληψη [3]
- ※ Αφότου γάρ έγένετον τό πιάσμα του Όρεοκλόβου (w:el:Χρονικόν του Μορέως, ελληνικό κείμενο του 14ου αιώνα [4])
- λαβή [1]
- σύλληψις [1]
- λαβή, χερούλι [5]
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιάσμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Βατταρισμοί. ήτοι λεξιλόγιον της Λεσβιανής σιαλέκτου, Μ.Ι. Μουσαίος, 1884