περισκόπησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περισκόπησῐς | αἱ | περισκοπήσεις | ||||
γενική | τῆς | περισκοπήσεως | τῶν | περισκοπήσεων | ||||
δοτική | τῇ | περισκοπήσει | ταῖς | περισκοπήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | περισκόπησῐν | τὰς | περισκοπήσεις | ||||
κλητική ὦ! | περισκόπησῐ | περισκοπήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περισκοπήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περισκοπησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περισκόπησις < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: περισκόπηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερισκόπησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- περισκόπησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.