ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περισκόπησῐς αἱ περισκοπήσεις
      γενική τῆς περισκοπήσεως τῶν περισκοπήσεων
      δοτική τῇ περισκοπήσει ταῖς περισκοπήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περισκόπησῐν τὰς περισκοπήσεις
     κλητική ! περισκόπησῐ περισκοπήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περισκοπήσει
γεν-δοτ τοῖν  περισκοπησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περισκόπησις < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: περισκόπηση


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περισκόπησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)