ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιδίνησῐς αἱ περιδινήσεις
      γενική τῆς περιδινήσεως τῶν περιδινήσεων
      δοτική τῇ περιδινήσει ταῖς περιδινήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περιδίνησῐν τὰς περιδινήσεις
     κλητική ! περιδίνησῐ περιδινήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιδινήσει
γεν-δοτ τοῖν  περιδινησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
περιδίνησις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιδίνησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)