ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιήγησῐς αἱ περιηγήσεις
      γενική τῆς περιηγήσεως τῶν περιηγήσεων
      δοτική τῇ περιηγήσει ταῖς περιηγήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περιήγησῐν τὰς περιηγήσεις
     κλητική ! περιήγησῐ περιηγήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιηγήσει
γεν-δοτ τοῖν  περιηγησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιήγησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιήγησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. περιήγηση
  2. ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)