πεντικουρίστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεντικουρίστα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεντικουρίστα θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
- νυχού (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεντικουρίστα
|
πεντικουρίστα θηλυκό
|