Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεθερούλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πεθερούλ
ης
οι
πεθερούλ
ηδες
γενική
του
πεθερούλ
η
των
πεθερούλ
ηδων
αιτιατική
τον
πεθερούλ
η
τους
πεθερούλ
ηδες
κλητική
πεθερούλ
η
πεθερούλ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεθερούλης
<
πεθερ(ός)
+
υποκοριστικό
επίθημα
-ούλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πεθερούλης
αρσενικό
(
πεθερούλα
θηλυκό
)
χαϊδευτικό του
πεθερός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεθερούλης
ισπανικά
:
suegrito
(es)
πολωνικά
:
teściunio
(pl)