Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζοδρομία οι πεζοδρομίες
      γενική της πεζοδρομίας των πεζοδρομιών
    αιτιατική την πεζοδρομία τις πεζοδρομίες
     κλητική πεζοδρομία πεζοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζοδρομία < πεζο- + -δρομία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζοδρομία θηλυκό [1]

  • (νεολογισμός) η κατασκευή πεζοδρομίων
    ※  Αδιαπραγμάτευτα τα θέματα προσβασιμότητας των πολιτών σε: πεζοδρομία και κοινόχρηστους χώρους (27 Μαΐου 2020, radiomax.gr [1])
    → δείτε και τη λέξη πεζοδρόμηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  • για τη μετατροπή σε πεζοδρόμιο → δείτε τη λέξη πεζοδρόμηση

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πεζοδρομία - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)