Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεεκτομή οι πεεκτομές
      γενική της πεεκτομής των πεεκτομών
    αιτιατική την πεεκτομή τις πεεκτομές
     κλητική πεεκτομή πεεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεεκτομή < πε(ος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεεκτομή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία