πασαβιόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασαβιόλα | οι | πασαβιόλες |
γενική | της | πασαβιόλας | — | |
αιτιατική | την | πασαβιόλα | τις | πασαβιόλες |
κλητική | πασαβιόλα | πασαβιόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πασαβιόλα → δείτε τη λέξη μπασαβιόλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πασαβιόλα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) άλλη μορφή του μπασαβιόλα