παρτουζιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρτουζιάρης < παρτούζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρτουζιάρης αρσενικό (θηλυκό παρτουζιάρα)
- αυτός που συμμετέχει σε παρτούζα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρτουζιάρης
παρτουζιάρης αρσενικό (θηλυκό παρτουζιάρα)