Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρμάρα οι παρμάρες
      γενική της παρμάρας
    αιτιατική την παρμάρα τις παρμάρες
     κλητική παρμάρα παρμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρμάρα < παρμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρμάρα θηλυκό

  • ασθένεια των αιγοπροβάτων που προκαλεί παράλυση στα κάτω άκρα και σταμάτημα παραγωγής του γάλακτος
  • για ανθρώπους, η παράλυση κάποιου άκρους
    καλά παρμάρα έχουν οι ποδοσφαιριστές και δεν μπορούν να πάρουν σήμερα τα πόδια τους;

  Μεταφράσεις επεξεργασία