καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρθενικότης αἱ παρθενικότητες
      γενική τῆς παρθενικότητος τῶν παρθενικοτήτων
      δοτική τῇ παρθενικότητι ταῖς παρθενικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν παρθενικότητα τὰς παρθενικότητας
     κλητική ! παρθενικότης παρθενικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρθενικότης < παρθενικ(ός)- + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρθενικότης θηλυκό