ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρδαλιδεύς οἱ παρδαλιδεῖς
      γενική τοῦ παρδαλιδέως τῶν παρδαλιδέων
      δοτική τῷ παρδαλιδεῖ τοῖς παρδαλιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν παρδαλιδέ τοὺς παρδαλιδέᾱς
     κλητική ! παρδαλιδεῦ παρδαλιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρδαλιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  παρδαλιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρδαλιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πάρδαλ(ις) + -ιδεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρδαλιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)