Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρακλάδος οι παρακλάδοι
      γενική του παρακλάδου των παρακλάδων
    αιτιατική τον παρακλάδο τους παρακλάδους
     κλητική παρακλάδε παρακλάδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακλάδος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακλάδος αρσενικό

  1. (σπάνιο) παρακλάδι
    ※  ένας παρακλάδος της οικογένειας με αρχηγό τον (Βίκτωρ Γ. Παπαγιαννόπουλος, ‎VIPAPHARM, 2014)
    ※  με το παράδοξο η χώρα να πνέει τα λοίσθια κι εμείς να προσπαθούμε να σώσουμε τα… κεκτημένα του κλάδου μας και του παρακλάδου μας (Είμαστε ακόμα ζωντανοί;, ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, 16.7.2012)

  Μεταφράσεις επεξεργασία