παραεξουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραεξουσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραεξουσία θηλυκό
- μη θεσμοθετημένο κέντρο εξουσίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραεξουσία
|
παραεξουσία θηλυκό
|