παπιγιονάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παπιγιονάκιας | οι | παπιγιονάκηδες |
γενική | του | παπιγιονάκια | των | παπιγιονάκηδων |
αιτιατική | τον | παπιγιονάκια | τους | παπιγιονάκηδες |
κλητική | παπιγιονάκια | παπιγιονάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπιγιονάκιας αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπιγιονάκιας
|