παντοχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παντοχή | οι | παντοχές |
γενική | της | παντοχής | των | παντοχών |
αιτιατική | την | παντοχή | τις | παντοχές |
κλητική | παντοχή | παντοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παντοχή < μεσαιωνική ελληνική παντοχή / απαντοχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντοχή θηλυκό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του απαντοχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντοχή
|