Δείτε επίσης: Παναμάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παναμάς οι παναμάδες
      γενική του παναμά των παναμάδων
    αιτιατική τον παναμά τους παναμάδες
     κλητική παναμά παναμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Παναμάς με μπορντό κορδέλα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

παναμάς < από το ομώνυμο κράτος της κεντρικής Αμερικής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παναμάς αρσενικό

  • είδος ψάθινου καπέλου για τους άνδρες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία