Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι παμπαίδες
      γενική των παμπαίδων
    αιτιατική τους παμπαίδες
     κλητική παμπαίδες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παμπαίδες < παν- + παίδες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παμπαίδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία