Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιο- < παλι(ός) + -ο-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λιο-

  Πρόθημα

επεξεργασία

παλιο-, παλιό- ή παλι- όταν ακολουθεί φωνήεν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία