→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιόγερος < παλιο- + γέρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλιόγερος αρσενικό

  • υβριστικός/μειωτικός χαρακτηρισμός για κάποιον ηλικιωμένο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία