παλιοημερολογίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλιοημερολογίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλιοημερολογίτης αρσενικό
- → δείτε τη λέξη παλαιοημερολογίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλιοημερολογίτης
|
παλιοημερολογίτης αρσενικό
|