παλιοπαρέα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλιοπαρέα | οι | παλιοπαρέες |
γενική | της | παλιοπαρέας | — | |
αιτιατική | την | παλιοπαρέα | τις | παλιοπαρέες |
κλητική | παλιοπαρέα | παλιοπαρέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παλιοπαρέα θηλυκό
- παρέα ανθρώπων που τους συνδέει μακρόχρονη γνωριμία και φιλία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παλιοπαρέα
|