Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιόχαρτο τα παλιόχαρτα
      γενική του παλιόχαρτου των παλιόχαρτων
    αιτιατική το παλιόχαρτο τα παλιόχαρτα
     κλητική παλιόχαρτο παλιόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόχαρτο < παλιο- + χαρτί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόχαρτο ουδέτερο

  1. κομμάτι χαρτί που δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί και πρέπει να πεταχτεί
  2. έγγραφο με ενοχλητικό για τον ομιλητή περιεχόμενο

  Μεταφράσεις επεξεργασία