παλιόχαρτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλιόχαρτο ουδέτερο
- κομμάτι χαρτί που δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί και πρέπει να πεταχτεί
- έγγραφο με ενοχλητικό για τον ομιλητή περιεχόμενο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλιόχαρτο
|