παλιοχαρακτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλιοχαρακτήρας < παλιο- και χαρακτήρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλιοχαρακτήρας αρσενικό
- κακός χαρακτήρας, άτομο με ιδιαίτερα αρνητική συμπεριφορά προς το περιβάλλον του
- Ασ' τονε τον καραγκιόζη, παλιοχαρακτήρας είναι, τι περίμενες από δαύτον;
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλιοχαρακτήρας