↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιοσπιούνος οι παλιοσπιούνοι
      γενική του παλιοσπιούνου των παλιοσπιούνων
    αιτιατική τον παλιοσπιούνο τους παλιοσπιούνους
     κλητική παλιοσπιούνε παλιοσπιούνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιοσπιούνος < παλιο- + σπιούνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παλιοσπιούνος αρσενικό

  • παλιοσπιούνος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία