παλάβρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παλάβρας | οι | παλάβρες |
γενική | του | παλάβρα | — | |
αιτιατική | τον | παλάβρα | τους | παλάβρες |
κλητική | παλάβρα | παλάβρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλάβρας < παλάβρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλάβρας αρσενικό
- που λέει ή κάνει παλάβρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλάβρας
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
παλάβρας