παλάβρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλάβρα | οι | παλάβρες |
γενική | της | παλάβρας | — | |
αιτιατική | την | παλάβρα | τις | παλάβρες |
κλητική | παλάβρα | παλάβρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλάβρα < (άμεσο δάνειο) ισπανική palavra (λέξη) (η σημασία στα εβραιοϊσπανικά) < λατινική parabola < αρχαία ελληνική παραβολή (αντιδάνειο) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλάβρα θηλυκό
- κενολογία, ανοησία (ανόητα λόγια), κουβέντα χωρίς σημασία ή αξία
- ※ —Τί λεγατε; —Παλάβρες, είπε η Αγγελική (Άγγελος Τερζάκης, Η μενεξεδένια πολιτεία (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 81976), σ. 94)
- παλαβωμάρα (από παρετυμολόγηση)[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παλάβρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .