παιδαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιδαράς < παιδ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδαράς αρσενικό
- φιλοφρονητικός χαρακτηρισμός για νεαρό άντρα που αναφέρεται κυρίως στην εξωτερική του όψη, το ύψος του και τη σωματική του διάπλαση και δύναμη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παιδαράς
|