Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιγνιοθεραπεύτρια οι παιγνιοθεραπεύτριες
      γενική της παιγνιοθεραπεύτριας των παιγνιοθεραπευτριών
    αιτιατική την παιγνιοθεραπεύτρια τις παιγνιοθεραπεύτριες
     κλητική παιγνιοθεραπεύτρια παιγνιοθεραπεύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιγνιοθεραπεύτρια < παιγνιοθεραπευ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιγνιοθεραπεύτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παιγνιοθεραπευτής

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr