παθολογοανατομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παθολογοανατομία < παθολογ(ία) + -ο- + ανατομία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαθολογοανατομία θηλυκό
- ιατρικός κλάδος που μελετά τις μεταβολές των ιστών όταν ασθενούν
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παθολογοανατομία
|