παγγένεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγγένεση | οι | παγγενέσεις |
γενική | της | παγγένεσης* | των | παγγενέσεων |
αιτιατική | την | παγγένεση | τις | παγγενέσεις |
κλητική | παγγένεση | παγγενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παγγενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παγγένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pangenesis < αρχαία ελληνική παγ- + γένεση[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
παγγένεση θηλυκό
- θεωρία που πρότεινε ο Κάρολος Δαρβίνος και υποστήριζε ότι χαρακτηριστικά του απογόνου μεταβιβάστηκαν από τον πρόγονο μέσω των παγγόνων ή γέμμυλων (εκβλάστημα) που εκπροσωπούν τα κύτταρα και συσσωρεύονται στα ωάρια και στα σπερματοζωάρια ώστε να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παγγένεση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)