πίκλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίκλα | οι | πίκλες |
γενική | της | πίκλας | — | |
αιτιατική | την | πίκλα | τις | πίκλες |
κλητική | πίκλα | πίκλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίκλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίκλα θηλυκό
- το πικαλίλι, τουρσί μουστάρδας
- λαχανικό σε ξίδι, μπαχαρικό ή αλάτι (χρειάζεται κάποιος χρόνος/ 3 με 4 βδομάδες για να δέσει το τουρσί)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πίκλα
|